- πάγκαλον
- πάγκαλοςallmasc acc sgπάγκαλοςallneut nom/voc/acc sgπάγκαλοςallmasc/fem acc sgπάγκαλοςallneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανεύγενος — ον, Μ πανευγενής* («καὶ αὖθις τὸν πανεύγενον καὶ πάγκαλον υἱόν μου», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πανευγενής, κατά τα επίθ. σε ος, ον (πρβλ. ατυχής: άτυχος)] … Dictionary of Greek
σύσκιος — α, ο / σύσκιος, ον, Α 1. αυτός που περιβάλλεται από παντού από σκιά («ἐν τοῑς συσκίοις ἄλσεσιν», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το σύσκιο(ν) τόπος πυκνά σκιασμένος αρχ. το ουδ. ως ουσ. πυκνή σκιά («τοῡ τε ἄγνού τὸ ὕψος καὶ τὸ σύσκιον πάγκαλον»,… … Dictionary of Greek
Αββάτιος, Ιερόθεος — (17ος αι.).Ιερωμένος λόγιος από την Κεφαλονιά. Υπήρξε ηγούμενος της Μονής Σισίων (1631 64). Ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη, κυρίως στις Κάτω Χώρες και στη Γενεύη. Τα έργα του είναι γραμμένα στη δημοτική γλώσσα της εποχής του. Ως έργα του αναφέρονται:… … Dictionary of Greek